Η κυρία Ευδοκία ήταν
μόλις 37 ετών. Ψηλή, μελαχρινή και όμορφη, όπως μόνο οι κρητικές, οι σμυρνιές,
ίσως και οι παλιές μανιάτισσες, μπορούσαν να είναι· θερμή, με ένα τεράστιο,
κάτασπρο χαμόγελο, μεγάλα κόκκινα χείλη και ένα γάργαρο γέλιο που έκανε τις χαμηλοβλεπούσες
ν' ανατριχιάζουν. Φορούσε πάντα μπλούζες με βαθύ ντεκολτέ και φούστες στενές με
σκίσιμο πότε πίσω, πότε στο πλάι, πότε μπροστά. Τώρα που τα γράφω αυτά μάλιστα
αναρωτιέμαι ειλικρινά αν την είδα ποτέ με άλλο ντύσιμο εκτός από αυτά τα βαθιά
ντεκολτέ και τις υπέροχες στενές φούστες με σκίσιμο. Σίγουρα πάντως έτσι ήταν
ντυμένη τη μέρα της κηδείας που έκανε την καρδιά μου σμπαράλια και τη συνείδησή
μου ένα μάτσο χάλια!
Γιατί η πικρή αλήθεια
είναι πως όσο κι αν πονούσα, όσο κι αν θρηνούσα για το πρόωρο θάνατο ενός τόσο
αγαπημένου μου προσώπου, όπως ήταν ο κύριος Θανάσης, ο σαραντάχρονος σύζυγος
της κυρίας Ευδοκίας, που τόσο θαύμαζα (πιλότος γαρ στην πολεμική αεροπορία!)
και τόσο αγαπούσα, δεν κατάφερα να τραβήξω ούτε για ένα λεπτό όλη τη μέρα και
όλη τη νύχτα τα μάτια μου από το στήθος της κυρίας Ευδοκίας, που ανεβοκατέβαινε
κάθε που ξέσπαγε σε αναφιλητά φωνάζοντας, ή μουρμουρίζοντας πονεμένα το όνομα
του πρόωρα χαμένου άντρα της "Αχ Θανάση, αχ Θανάση γιατί!" Ή από τη
σχισμή του φουστανιού της κάθε φορά που έγερνε πίσω αλλοπαρμένη από τον πόνο
της απώλειας και της στέρησης, ανοίγοντας απροκάλυπτα τα πόδια της. Η καρδιά
μου κόντευε να σπάσει κάθε φορά που έβλεπα στο βάθος αυτών των υπέροχων και
ατέλειωτων λευκών ποδιών το μαύρο εσώρουχο να ξεπροβάλει απειλητικό και χυδαίο
και μετά να εξαφανίζεται σα να το φώτισε πρόσκαιρα ένας προβολέας που ξάφνου
έσβησε, αφήνοντας μόνο για μια στιγμή την φωτεινή ανάμνηση αυτής της υπέροχης
εικόνας.
Η δεκαπεντάχρονη
καρδιά μου δεν άντεχε αυτή την οδύνη και το σχηματιζόμενο πέος μου ήταν σε
διαρκή στύση Τα πράγματα χειροτέρεψαν στο νεκροταφείο, όταν η κυρία Ευδοκία δεν
άντεξε να βλέπει το χώμα να ραντίζει και να σκεπάζει το ξύλινο φέρετρο του
αγαπημένου της συζύγου και λιποθύμησε εκεί, δίπλα από τον τάφο, κάτω από τον
λαμπρό θερινό ήλιο ενός καυτού Ιουλίου. Και όπως στεκόμουν ακριβώς δίπλα της,
τρελαμένος από την οδύνη της στιγμής, τον κοινό θρήνο, τις μαύρες φιγούρες, τις
υποβλητικές ψαλμωδίες του παπά και υπνωτισμένος από το άρωμα που αναδύονταν από
τα γενναία στήθη της, που έβραζαν από τον βουβό πόνο, με άρπαξε από το μανίκι
του σακακιού μου προσπαθώντας να κρατηθεί και με παρέσυρε και μένα κατά την
πτώση της. Και μόνο η εικόνα μου, πεσμένος δηλαδή ανάσκελα, με την κυρία
Ευδοκία πάνω μου, η φούστα της μέχρι τον αφαλό, τα πόδια της στον αέρα, ήταν
αρκετή να με κάνει να κοκκινίσω γεμάτος ντροπή. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, η
επαφή του ερεθισμένου οργάνου μου με τα σχεδόν γυμνά οπίσθια της κυρίας
Ευδοκίας, έμελλε να απελευθερώσει αυτόματα το επί ώρες βασανισμένο μου μέλος, το
οποίο άρχισε να σπαράζει σπαραξικάρδια, εκχύνοντας τους χυμούς μιας ολοήμερης
κι επώδυνης προσμονής, μουσκεύοντας το λεπτό, καλοκαιρινό παντελόνι μου και
αφήνοντας μια κολλώδη στάμπα υγρασίας στο στρογγυλό κωλομέρι της λιπόθυμης
χήρας. Όλα αυτά, κι ενώ το κορμί μου, εντελώς εκτός ελέγχου πλέον, σπάραζε,
πιέζοντας με δύναμη την κυρία Ευδοκία, την οποία είχα σφίξει απάνω μου
δυσκολεύοντας τον κόσμο που έτρεξε να βοηθήσει θορυβημένος από την πτώση της,
να την τραβήξει από το ερωτικό αγκάλιασμά μου.
Η όλη σκηνή βέβαια
δεν κράτησε παρά κάτι δευτερόλεπτα, που κατά τα κοινώς και τόσο αληθινά
λεγόμενα, μου φάνηκαν αιώνες. Το χειρότερο ήταν πως όσο εκσπερμάτιζα, όντας
εκτός ελέγχου, είχα την εντύπωση πως όλος ο κόσμος καταλάβαινε τι γινότανε και
πως δεν μπορεί, να τώρα από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσουν οι φωνές "Ντροπή!
Ντροπή!" και ίσως να αρχίσουν να με χτυπάνε με κλωτσιές έτσι όπως ήμουν
πεσμένος ανάσκελα και σκεπασμένος από το ποθητό σε όλους τους άντρες (ίσως και
σε κάποιες γυναίκες) κορμί της κυρίας Ευδοκίας. Το ότι κανένας δεν φάνηκε να
κατάλαβε τίποτα. Το ότι κανένας δεν πρόσεξε το αγωνιώδες σφίξιμο του κορμιού
μου στο υπέροχο κορμί της κυρίας Ευδοκίας και τα βουβά, αυτονομημένα από τη
συνείδησή μου κουνήματα των γοφών μου, ούτε την τεράστια στάμπα στο παντελόνι
μου, ούτε και κανείς ρώτησε γιατί έβγαλα το πουκάμισο έξω από το παντελόνι μου
αμέσως μετά, ήταν μια αποκάλυψη και μια ευχάριστη καλοδεχούμενη έκπληξη.
Αποκάλυψη, γιατί συνειδητοποιούσα για πρώτη φορά, πως αυτά που εμείς
αντιλαμβανόμαστε ως τεράστια συμβάντα, ή γεγονότα, ο κόσμος τα προσπερνά
αδιάφορος και χωρίς καν να τα αντιληφθεί.
Η μεγαλύτερη έκπληξη
όμως ήρθε ένα μήνα μετά, από την ίδια την κυρία Ευδοκία.
Οι μέρες περνούσαν,
περνούσαν κι οι νύχτες κι εγώ κυκλοφορούσα σαν υπνωτισμένος, με το μυαλό μου
διαρκώς σταματημένο, να ρουφάει με μανιακή εμμονή την αίσθηση του ορθωμένου μου
πέους να πιέζει και να χύνει στο γυμνό μέλος της κυρίας Ευδοκίας. Όποτε
βρισκόμουν έστω και για πέντε λεπτά μόνος, τραβούσα μανιωδώς μαλακία, λες και
ήθελα να διώξω με αυτό τον τρόπο αυτή την αίσθηση που με είχε στοιχειώσει. Σαν
να χτυπούσα στα τυφλά τα χέρια μου, να πετύχω ένα ενοχλητικό κουνούπι που
ζουζούνιζε ασταμάτητα στο αυτί μου. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Δεν ενδιαφερόμουν
για τίποτα. Κρατούσα διαρκώς ένα βιβλίο και έκανα πως διάβαζα για να μη με
ενοχλούν. Όπου κι αν πήγαινα, ότι και αν έκανα, μπροστά στα μάτια μου είχα μόνο
κομμάτια λευκής σάρκας που ξεχείλιζε προκλητικά και χυδαία από τα ντεκολτέ και
τα σκισίματα της κυρίας Ευδοκίας. Και για όλα αυτά ένιωθα ενοχές. Ενοχές, γιατί
ενώ η αγαπημένη μου κυρία Ευδοκία θρηνούσε τον αγαπημένο μου κύριο Θανάση, εγώ
σκεφτόμουν το γυμνό κορμί της. Αν μπορούσε ο κύριος Θανάσης, όντας νεκρός
πλέον, άρα εμπλουτισμένος με άλλες, μεταφυσικές δυνάμεις, να διαβάσει τις
σκέψεις μου, ή ακόμα περισσότερο, να με δει να παίζω μανιωδώς το πουλί μου
ψιθυρίζοντας γεμάτος έκσταση και καύλα το όνομα της θρηνούσης συζύγου του, θα
βρικολάκιαζε. Και θα ερχότανε νύχτα να με γδάρει ζωντανό. Κι έτσι, με αυτές και
με τις άλλες σκέψεις, κατάφερα να χάσω και τον ύπνο μου.
Είχε περάσει
τουλάχιστον ένας μήνας, όταν μια μέρα, γυρίζοντας το απόγευμα σπίτι να πιω μια
παγωμένη λεμονάδα, αποκαμωμένος από τον ήλιο και το τρέξιμο στο γήπεδο, βρήκα
την κυρία Ευδοκία να κάθεται με τη μητέρα και τη μεγάλη μου αδελφή στην αυλή,
κάτω από τη μεγάλη μουριά, πίνοντας λεμονάδα και συζητώντας χαμηλόφωνα. Για μια
στιγμή έμεινα κοκαλωμένος να κοιτάζω, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Και τότε εκείνη
γύρισε προς το μέρος μου, με είδε και μου χαμογέλασε! Τότε κι εγώ πλησίασα και
χαμογελώντας την χαιρέτησα δίνοντάς της το χέρι, όπως μανιωδώς επέμενε η μητέρα
μου πως έπρεπε να χαιρετώ τις κυρίες και τους κυρίους. Εκείνη με έπιασε από το
χέρι, με τράβηξε κοντά της και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, κάνοντας την
καρδιά μου να φτερουγίσει. Εκείνη τη στιγμή η μαμά μου σηκώθηκε να μου φέρει
λεμονάδα κι η αδελφή μου μπήκε για λίγο στο σπίτι, δεν ξέρω για ποιο λόγο.
Μείναμε έτσι μόνοι μας. Γύρισε και με κοίταξε, χαμογέλασε, ενώ τα υπέροχα μαύρα
μάτια της έλαμπαν, και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Έσκυψε κοντά μου και μου
είπε, με μια φωνή βαθιά που με κατέβασε στα πιο βαθιά ενστικτώδη τάρταρα:
"Αν και λιπόθυμη, τα κατάλαβα όλα και κάθε νύχτα σκέφτομαι το πως
τελείωσες πάνω μου και δεν μπορώ να κλείσω μάτι."
Αυτή η πρόταση
ψιθυρισμένη στο αυτί μου, από τα χείλη της πιο σεξουαλικής γυναίκας των
παιδικών μου χρόνων και της πρώιμης εφηβείας μου, στην αυλή του παλιού μας
σπιτιού, ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε το κορμί μου πριν απολέσει για
πάντα την παρθενία του, εκείνο το ίδιο απόγευμα στα χέρια της πιο όμορφης χήρας
της γειτονιάς μας και αδελφικής φίλης της μεγαλύτερης από τις έξη αδελφές μου.
Αυτές οι ίδιες λέξεις, ήταν οι πρώτες, σε ένα παραμύθι που ξεκίνησε εκείνο το
απόγευμα και κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο, μέχρι τη μέρα που η μεγαλοπρεπής και
φιλήδονη κυρία Ευδοκία, φορώντας μια στενή φούστα με ένα βαθύ σκίσιμο και μια
μπλούζα, με το πιο βαθύ ντεκολτέ που είχε τολμήσει να φορέσει ως τότε, έβαζε το
μακρύ και καλλίγραμμο πόδι της στην σιδερένια σκάλα του "Βασίλισσα
Φρειδερίκη" και ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι των 16 ημερών για το Αμέρικα,
αφήνοντας πίσω της ένα δεκαεξάχρονο παιδί, γεμάτο από τα σημάδια της πιο
γλυκιάς εισαγωγής που έγινε ποτέ από γυναίκα σε αγόρι, στον μαγικό κόσμο της ηδονής,
του έρωτα και της σαγήνης.
Σε αυτό τον ένα χρόνο
που κράτησε η γλυκιά μου εκπαίδευση, το μυστικό μας διέρρευσε. Μαθεύτηκε.
Συζητήθηκε. Και ήταν τότε που ο λιγομίλητος αλλά πάντα εύστοχος πατέρας μου,
καθισμένος στην αγαπημένη του θέση στη γωνιά του κήπου με τις λεμονιές,
καπνίζοντας το τέταρτο και προτελευταίο τσιγάρο της μέρας, είπε χαμογελώντας
και φυσώντας περίτεχνα τον καπνό του το περίφημο απόφθεγμα του:
"Κι ύστερα
λένε πως δεν είναι όμορφη η ζωή μετά θάνατον! Ας ρωτούσαν τουλάχιστον περί
αυτού, την κυρία Ευδοκία και το Σεξπυράκι μας!.."